τετρύλη

τετρύλη
η, Ν
χημ. κίτρινο κρυσταλλικό στερεό, αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, τετρανιτρωμένο παράγωγο τής Νμεθυλανιλίνης, το οποίο αποτελεί ισχυρή εκρηκτική ύλη και χρησιμοποιείται σε πυρομαχικά και σε εκρηκτικές διατάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. terryl / < tetra- (< τετρ[α]-*) + κατάλ. -yl τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετρανιτρομεθυλανιλίνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετρύλη, ισχυρής εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tetranitromethylaniline < τετρ(α) * + νίτρον + μεθύλιο + ανιλίνη] …   Dictionary of Greek

  • τετρυτόλη — η, Ν χημ. εκρηκτικό μίγμα που αποτελείται από τετρύλη και τρινιτροτολουόλιο σε διάφορες αναλογίες …   Dictionary of Greek

  • τρινιτροφαινυλομεθυλονιτραμίνη — η. Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετρύλη, ισχυρής εκρηκτικής ύλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”